κουρέλι

κουρέλι
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 25 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άνδρου του νομού Κυκλάδων.
* * *
το
1. κομμάτι παλιού ή σχισμένου ρούχου, ράκος
2. άχρηστο κομμάτι υφάσματος
3. συνεκδ. καθετί φθαρμένο
4. άνθρωπος εξουθενωμένος από κούραση, ταλαιπωρία ή ψυχική οδύνη
5. φρ. α) «έγινα κουρέλι» — έγινα ερείπιο
β) «κάνω κάποιον κουρέλι» — καταρρακώνω, εξευτελίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *κουρέλλιον, υποκορ. τού *κούρελλον < λατ. corellum < coriellum, υποκορ. τού corium «δέρμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουρέλι — το (λ. λατ.) 1. παλαιό ρούχο, ράκος. 2. φρ., «Tον έκαμα κουρέλι», τον εξευτέλισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρελιάζω — [κουρέλι] 1. μετατρέπω κάτι σε κουρέλι 2. εξευτελίζω, καταρρακώνω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) …   Dictionary of Greek

  • τζάντζαλο — το / τζάντζαλον, ΝΜ, και τσάτσαλο, Ν, και τζάτζαλον Μ κουρελιασμένο ρούχο, κουρέλι, ράκος νεοελλ. στον πληθ. τα τζάντζαλα άχρηστα, παλιά αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cencio (με υποκορ. cencerello) «κουρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • Verwaltungsgliederung von Andros — Die Gemeinde Andros (griechisch Δήμος Άνδρου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden der griechischen Insel Andros zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die Stadt …   Deutsch Wikipedia

  • ακρόθαλλο — το 1. άκρη υφάσματος ή πλεχτού που δεν έχει υφανθεί ή στριφωθεί, ξέφτισμα 2. κουρέλι, ξεσκλίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θαλλί ή θαλλός] …   Dictionary of Greek

  • επίσχισμα — ἐπίσχισμα, τὸ (Α) ράκος, κουρέλι …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κέντρωνας — ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον] νεοελλ. 1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας 2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων μσν. μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καπίστρι — το (AM καπίστριον) είδος χαλινού υποζυγίων χωρίς χαβιά, η φορβειά νεοελλ. φρ. 1. «έβαλε καπίστρι» παντρεύτηκε 2. «τόν σέρνει από το καπίστρι» τού έχει επιβληθεί τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπίστριον είναι υποκορ. ενός αμάρτυρου τ. κάπιστρον (< λατ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”